- ὑπερδάπανον
- ὑπερδᾰπᾰν-ον, τό, = foreg., PLond. l. c. 21 (nisi leg. ὑπερδαπανῶι,A = -ῶ, = ὑπερανηλίσκω, cf. Sammelb. 7451.65,113).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερδάπανον — τὸ, Α το ὐπερδαπάνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δαπάνη. Ο τ. πρέπει πιθ. να αναγνωσθεί ὑπερδαπανῶ*] … Dictionary of Greek
υπερδαπανώ — άω, Α ὑπεραναλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δαπανῶ. Ο τ. αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τής λ. ὑπερδάπανον] … Dictionary of Greek